Έντεκα λεπτά, του Πάουλο Κοέλο
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί.
Στολισμένο με 2 τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα. Ηταν δηλαδη ενα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό, δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.
Μια μέρα μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμα του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία.
Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί. Αλλά τότε σκέφτηκε: μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά! και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιωσει πια αυτό με άλλο πουλί. και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει. Και αισθάνθηκε μοναξιά.
Και σκέφτηκε: Θα στήσω μια παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί δε θα ξαναφύγει. Το πουλί που ήταν κι αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στην παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί.
Κάθε μέρα η γυναίκα κοιτούσε το πουλί. Ήταν το αντικείμενο του πάθους της και το έδειχνε στις φίλες της που σχολίαζαν: «Μα εσύ τα έχεις ολα». Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση: αφού είχε δικό της το πουλί και δε χρειαζόταν πια να το κατακτήσει, έχανε το ενδιαφέρον της.
Το πουλί, χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, πήρε να μαραζώνει, να χάνει τη λάμψη του, να ασχημαίνει – και η γυναίκα δεν έδινε πλέον την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.
Μια ωραία μέρα το πουλί πέθανε. η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δε θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο τη μέρα που το είδε για πρώτη φορά, να πετάει ευχαριστημένο μέσα στα σύννεφα.
Αν παρατηρούσε τον εαυτό της, θα ανακάλυπτε οτι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του, όχι το ίδιο του το σώμα. Χωρίς το πουλί και η δική της ζωή έχασε το νόημα της και ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της.
«Γιατί ήρθες;», ρώτησε το θάνατο..
«Για να μπορέσεις να ξαναπετάξεις μαζί του στα ουράνια», αποκρίθηκε ο θάνατος. «Αν το είχες αφήσει να φύγει και πάντα να επιστρέφει, θα το αγαπούσες και θα το θαύμαζες ακόμα περισσότερο. Τώρα όμως χρειάζεσαι εμένα για να μπορέσεις να το ξαναδείς»
Πηγή: ithaque.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου