Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Φράσεις από τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και η χρήση τους σήμερα!

 Ο λαός μας, ιδίως στα χρόνια της σκλαβιάς του, έζησε πολύ μέσα στο περιβάλλον της εκκλησίας και του εντυπώθηκε βαθιά κάθε τι που του διηγήθηκαν τα βιβλία της, τα Ευαγγέλια κι οι Υμνωδίες. Η φρασεολογία τους, πλαισιωμένη από θρησκόληπτο μυστικισμό, έπαιρνε την αίγλη μιας ανώτερης γλώσσας, θεόπνευστης και σοφής. Έτσι, ο λαός μεταχειριζόταν στις συζητήσεις του φράσεις και λέξεις εκκλησιαστικές, που του έκαναν ρητορικότερη την ομιλία, έστω κι αν δεν καταλάβαινε πολλές φορές τη σημασία τους. Τις χρησιμοποίησε στην αρχή σα για να παίξει ή να δείξει κάποια εγκυκλοπαιδική κατάρτιση στους άλλους. Μα σιγά-σιγά, οι ξένες αυτές έννοιες αφομοιώθηκαν κι έγιναν μέλη οργανικά της νεοελληνικής γλώσσας.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας παρανόησης έχουμε στη φράση Περνάει ζωή χαρισάμενηπου τη λέγαμε παλιά, τώρα όλο και πιο σπάνια, για όποιον ζει ζωή ευτυχισμένη. Η φράση είναι από το δοξαστικό της Ανάστασης, «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ο λαός παρανόησε την έννοια της μετοχής «χαρισάμενος», τη σύνδεσε με τη «χαρά» και, αλλάζοντας το γένος, έπλασε το «ζωή χαρισάμενη», γεμάτη χαρά.

Μια άλλη παράδοξη χρήση έχουμε στη φράση του ενός ληστή προς τον Ιησού, «Μνήσθητί μου κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου», η οποία στο αρχικό κείμενο έχει ικετευτική σημασία αλλά εμείς χρησιμοποιούμε το πρώτο σκέλος της (Μνήσθητί μου Κύριε) σαν έκφραση αγανάκτησης, κατάπληξης ή έσχατης απορίας μπροστά σε κάτι παράλογο που μας συμβαίνει.

Από την αφήγηση για τη Μαρία Μαγδαληνή που πήγε στον τάφο και πρώτη «εώρακε τον Κύριον», σε συμφυρμό με τον ύμνο του Πάσχα «Προλαβούσαι τον όρθρον αι περί Μαριάμ», πλάστηκε η φράση «όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε», για κάτι που δεν επαρκεί για όλους, επομένως χρειάζεται ταχύτητα για να προφτάσει κάποιος να το αποκτήσει –ή για πρόσκαιρες ευεργετικές διατάξεις που πρέπει να σπεύσει κάποιος να επωφεληθεί πριν καταργηθούν.

Για κάποιον που έχει μείνει φτωχός, μόνος και αβοήθητος, λέμε ότι έμεινε «επί ξύλου κρεμάμενος». Η φράση προέρχεται από τον ύμνο της Μεγάλης Πέμπτης «Επί ξύλου, βλέπουσα, κρεμάμενον, Χριστέ, (…) η σέ ασπόρως τεκούσα εβόα πικρώς». Ξύλο βέβαια είναι ο σταυρός, και στην εδραίωση της φράσης συνέβαλε και ο πασίγνωστός ύμνος «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Ασφαλώς η εικόνα του εσταυρωμένου Ιησού, βασανισμένου, σχεδόν γυμνού, απαρνημένου, έρχεται στο νου πολλών όταν χρησιμοποιούν την έκφραση. (Στην έκφραση αυτή έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο παλιότερα).

Από το ευαγγελικό «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν» που φώναζε ο όχλος παρακινώντας τον Πιλάτο να σταυρώσει τον Ιησού πλάσαμε το επίρρημα «άρον άρον», με τη σημασία «βιαστικά, χωρίς προετοιμασία», ή «με τη βία, αναγκαστικά». Το αρχαίο άρον είναι προστακτική του αίρω (σηκώνω), ενώ από το τίμημα της προδοσίας του Ιούδα έμεινε η φράση «για τριάκοντα αργύρια», που τη λέμε για να χαρακτηρίσουμε την αμοιβή μιας πράξης που τη θεωρούμε προδοτική.

Για κάποιον που βασανίζεται στον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας και τον παραπέμπουν από τον έναν αρμόδιο στον άλλον, λέμε ότι τον στέλνουν «από τον Άννα στον Καϊάφα». Αρχή της φράσης είναι η ευαγγελική διήγηση για την απαγωγή του Ιησού προς τον Άννα ο οποίος μετά τον παρέπεμψε στον αρχιερέα Καϊάφα («απέστειλεν ουν αυτόν ο Άννας δεδεμένον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα».

Πολλές φορές, για να αποποιηθούμε με έμφαση την ευθύνη για κάτι, ιδίως όταν προσπαθήσουμε μάταια να πείσουμε κάποιον, ή για να δηλώσουμε ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουμε σε κάτι, λέμε «νίπτω τας χείρας μου». Η φράση είναι παρμένη από το επεισόδιο με τον Πόντιο Πιλάτο, που το αφηγείται το Κατά Ματθαίον, αν και στο ευαγγελικό κείμενο δεν υπάρχει αυτούσια. Το σχετικό χωρίο είναι: λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων, Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε (Ματθ. 27.24). Στη λαϊκή χρήση υπήρχε παλιότερα το «νίβομαι κι απονίβομαι» (με ίδια έννοια όπως και το ‘νίπτω τας χείρας μου’).

 Από το ίδιο χωρίο έχει επίσης περάσει στη λαϊκή γλώσσα το «ας όψεται» (ή «ας όψονται») για να δηλώσουμε τον υπεύθυνο ενός κακού (υπάρχει και τραγούδι του Καζαντζίδη, «Η καρδιά μου ας όψεται«).

Για να υπαινιχθούμε τον λόγο που μας ανάγκασε να αποφύγουμε κάτι ή και απλώς για να δείξουμε ότι έχουμε πάρει τα μέτρα μας για κάθε ενδεχόμενο, χρησιμοποιούμε κάποτε τη φράση «διά τον φόβο των Ιουδαίων». Κι αυτή έρχεται από το Ευαγγέλιο («ουδείς μέντοι παρρησία ελάλει περί αυτού διά τον φόβον των Ιουδαίων»), ενώ κι ένα ιδιόμελο της Μεγάλης Παρασκευής ξεκινάει με τη φράση αυτή.

Μια φράση που τη λέμε, συνήθως σε πιο λόγιο ύφος, όταν θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι κοπιαστικό, είναι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής». Την είπε ο Ιησούς προς τους μαθητές του στον κήπο της Γεθσημανής και τη χρησιμοποιούμε σχεδόν απαράλλαχτη και χωρίς αλλαγή σημασίας.

Στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής, ψάλλεται ένα τροπάριο με στίχους από τον Ψαλμό 103, «Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον» (εσένα, που τυλίγεσαι το φως σαν ρούχο, έξοχη ποίηση). Ίσως επειδή διαρκεί πολύ, έδωσε αφορμή για τη λαϊκή έκφραση «του έψαλε τον αναβαλλόμενο, που τη λέμε όταν επιπλήττουμε κάποιον αυστηρά και για πολλήν ώρα.

Για κάποιον που διαμαρτύρεται έντονα για μια απαράδεκτη κατάσταση, ή για την αθωότητά του, λέμε ότι διαρρηγνύει ή διέρρηξε τα ιμάτιά του. Η φράση από το Ευαγγέλιο, όπου ο αρχιερέας Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτια αυτού» όταν άκουσε το, υποτίθεται βλάσφημο, «συ είπας» του Ιησού.

πηγή:https://sarantakos.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου