Με αφορμή την μεγάλη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη για τον Γιάννη Τσαρούχη
Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο Μέρος (1940-1989). Η εκθεση θα διαρκέσει από 15 Δεκεμβρίου έως 26 Φεβρουαρίου 2017 Μουσείο Μπενάκη - Πειραιώς 138. Ο επισκέπτης ξεκινώντας από τα χρόνια της κήρυξης του πολέμου, το 1940, ακολουθεί τον Γιάννη Τσαρούχη στο Αλβανικό μέτωπο, στην Αθήνα της κατοχής και στις δύσκολες μέρες του εμφυλίου. Μέσα από τα έργα του θα περιδιαβεί τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, ανακαλύπτοντας τον δρόμο που παίρνει η ζωγραφική του, τις επιρροές, τις γνωριμίες, τις συναναστροφές και τους συνεργάτες του. Θα συναντήσει πρόσωπα όπως ο Ιόλας, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρία Κάλλας, ο Μάνος Χατζηδάκις, η Lila de Nobili και πολλούς άλλους, σε μία περιήγηση με ξεναγό τον ίδιο τον ζωγράφο, μέσα από αποσπάσματα κειμένων του ιδίου, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Μαθαίνω κάθε ημέρα από οποιονδήποτε άνθρωπο και οι μεγάλοι άνθρωποι είναι επίσης μεγάλοι γιατί με πολλή απλότητα σαν τους απλούς ανθρώπους εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Οι μεγάλες βεντέτες οι μεγάλες φίρμες με απωθούν, γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι μια παράσταση θεατρική και όσο φασαρία κάνεις τόσο πιο επιτυχία θα έχεις. Επηρεάζομαι πάντα από τους ανθρώπους που κάνουν κάτι ουσιαστικό μικρό ή μεγάλο γιατί πρέπει τη ζωή να τη ζει κανείς ουσιαστικά και όχι με επίδειξη μόνο.
Ό, τι να πεις, είναι επικίνδυνο. Καλύτερα θα ήταν να μην γράφει κανείς καθόλου, ιδίως όταν είναι ελεύθερος.
Αυτοί όλοι που δεν αγαπούν τον εαυτό τους πώς μπορεί να είναι χριστιανοί;
Και όταν έχει καταλάβει πως η διόρθωση των ατόμων είναι βιασμός της ιδιοτροπίας της φύσεως. Το αρχαίο ιδεώδες να είσαι ένας καλός υπηρέτης του πλησίον σου και ν’ αγαπάς συγχρόνως τον εαυτό σου καθίσταται μέρα με τη μέρα αδύνατον. Και καταντάει τέλος να κάνεις όλο τον κόσμο για την ασφάλειά του να είναι «όνος δορά λέοντος επενδυθείς». Ο Χριστός θέλοντας να βρει τη δυνατότερη μορφή αγάπης την οποία πρέπει να δίνεις στον πλησίον σου, θεώρησε την αγάπη προς τον εαυτό μας ως την πιο ισχυρή, φυσική και τέλεια.
Nομίζω ότι είναι αδικία να προσπαθούμε να μάθουμε αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τέχνη τι είναι τέχνη. Δεν νομίζω ότι πρέπει να υποχρεώσουμε τους ανθρώπους να εκτιμούν την τέχνη αν δεν το 'χουν φυσικό τους αλλά μόλις δούμε ότι ενδιαφέρονται θα πρέπει να τους δίνουμε όλα τα μέσα γιατί αυτό θα δημιουργήσει υποκριτές και σνομπ ανθρώπους οι οποίοι θα γεμίζουν τα κενά της ζωής τους με υποκρισία περί τέχνης.
Αγαπώ την Κάλας και τη Σωτηρία Μπέλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι’ αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει.
Είναι τραγικό για τη σημερινή νεολαία που ζητά μόνο διορισμό. Κανείς δεν θέλει να κερδίσει από μια τίμια εξυπηρέτηση του πλησίον που μόνο με μια εξυπηρέτηση και ολοκλήρωση του πάθους του μπορεί να συνδυαστεί. Κάποτε νόμιζα ότι όλη αυτή την κατάσταση του μικρού και του μεγάλου αστού εύκολα μπορώ να την αλλάξω. Αδύνατον όμως.
Εγώ πάντως κοπίασα και κοπιάζω για να βρω μια τάξη και μια ισορροπία. Θέλω συνεχώς να γνωρίζω και να ξεκαθαρίζω. Για να είμαι ελεύθερος ν’ αγαπήσω απόλυτα.
Όταν δυναμώνει μέσα μου η ελπίδα, θέλω αυτό το πράγμα να το συγκρατήσω και να το μεταδώσω, διότι το συλλέγω σαν ένα ωραίο αντίδοτο που μας δίνει η ίδια η φύση για να ζήσουμε.
Μ’ αρέσει η μοναξιά αλλά φοβάμαι μήπως με κλείσουν σε τείχη ανεπαισθήτως.
Ο Γιάννης Τσαρούχης (13 Ιανουαρίου 1910 - 20 Ιουλίου 1989) ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο Άσυλο Τέχνης. Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Στο έργο του εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου